αστοργία

αστοργία
η (AM ἀστοργία) [άστοργος]
η έλλειψη στοργής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀστοργία — ἀστοργίᾱ , ἀστοργία want of natural affection fem nom/voc/acc dual ἀστοργίᾱ , ἀστοργία want of natural affection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστοργία — αστοργία, η και αστοργιά, η έλλειψη στοργής, απονιά: Τέτοια αστοργία πατέρα δεν ξαναείδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστοργίᾳ — ἀστοργίᾱͅ , ἀστοργία want of natural affection fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργίας — ἀστοργίᾱς , ἀστοργία want of natural affection fem acc pl ἀστοργίᾱς , ἀστοργία want of natural affection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργίαν — ἀστοργίᾱν , ἀστοργία want of natural affection fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωροκώσταινα — Πάμφτωχη γυναίκα από το Ναύπλιο, στα χρόνια του Καποδίστρια, η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια σε διάφορα σπίτια. Επειδή όμως δεν κατόρθωνε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της με την εργασία της, έφτασε σε απόγνωση. Σύγχρονοί της στο Ναύπλιο, έλεγαν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”